- Μαλαισία
- Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια Κινεζική θάλασσα και Α από τη θάλασσα Σούλα. Το δυτικό τμήμα συνορεύει Β με την Ταϊλάνδη και Ν με τη Σιγκαπούρη, ενώ βρέχεται Δ από τον πορθμό Μαλάκα και Α από τη Νότια Κινεζική θάλασσα.Η Μ. είναι μια παραθαλάσσια χώρα, το δυτικό τμήμα της οποίας αποτελεί το άκρο της ηπειρωτικής μάζας της νοτιοανατολικής Ασίας που ονομάζεται Μαλαϊκή χερσόνησος, ενώ το ανατολικό καλύπτει το βόρειο μέρος του νησιού Βόρνεο. Η γένεσή της καθορίστηκε ιστορικά από την ίδρυση βρετανικών εμπορικών βάσεων στη ζώνη που αποτελεί το αναγκαστικό πέρασμα ανάμεσα στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό, στο ενδιάμεσο μεταξύ Ινδίας και Κίνας. H αποαποικιοποίηση, όπως και η αποικιοποίηση, εξελίχθηκαν στα εδάφη αυτά με διαφορετικές μορφές και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας.
Η Ομοσπονδία της Μεγάλης Μ. δημιουργήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1963, με τη συνένωση των έντεκα κρατών της ήδη υπάρχουσας Μαλαϊκής Ομοσπονδίας (αποτελούν σήμερα τη Δυτική Μ.) και των περιοχών Σαραουάκ, Σαμπάχ και Σιγκαπούρης. Η τελευταία αποσκίρτησε στη συνέχεια από την ομοσπονδία (19 Αυγούστου 1965). Οι Σαραουάκ και Σαμπάχ, μετά την ανεξαρτησία τους (1957), αποτελούν την Ανατολική Μ. και καλύπτουν περίπου το 60% της ολικής επιφάνειας της ομοσπονδίας.Τα έντεκα από τα δεκατρία κράτη που αποτελούν τη Δυτική Μ. είναι τα εξής (σε παρένθεση η πρωτεύουσα και οι πληθυσμός, σύμφωνα με την απογραφή του 2000): Κελαντάν (Κότα Μπαχαρού, 1.313.014 κάτ.), Κεντάχ (Αλόρ Σετάρ, 1.649.756 κάτ.), Μαλάκα (Μαλάκα, 635.791 κάτ.), Νεγκερί Σεμπιλάν (Σερεμπάν, 859.924 κάτ.), Παχάνγκ (Κουαντάν, 1.288.376 κάτ.), Περάκ (Ιπόχ, 2.051.236 κάτ.), Περλίς (Κανγκάρ, 204.450 κάτ.), Πουλάου Πινάνγκ (Τζόρτζταουν, 1.313.449 κάτ.), Σελανγκόρ (Κλανγκ, 4.188.876 κάτ.), Τερενγκάνου (Κουάλα Τερενγκάνου, 898.825 κάτ.) και Τζοχόρ (Τζοχόρ Μπαχρού, 2.740.625 κάτ.). Στο ανατολικό τμήμα βρίσκονται τα κράτη Σαμπάχ (Κότα Κιναμπάλου, 2.603.485 κάτ.) και Σαραουάκ (Κουσίνγκ, 2.071.506 κάτ.). Η διοικητική διαίρεση της χώρας συμπληρώνεται από τις ομοσπονδιακές περιοχές Βιλαγιά Περσεκουτουάν (Κουάλα Λουμπούρ, 1.379.310 κάτ.) και Λαμπουάν (Βικτόρια, 76.607) που βρίσκεται εντός του κράτους Σαμπάχ. Με εξαίρεση τα κράτη Mαλάκα, Πενάνγκ, Σαμπάχ και Σαραουάκ, καθένα από τα κράτη έχει δικό του ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας της Περλίς έχει τον τίτλο του ράτζα, της Nεγκρί Σεμπιλάν ονομάζεται γιανγκ ντι περτουάν μπεσάρ και οι άλλοι είναι σουλτάνοι. Η Mαλάκα, η Πενάνγκ, η Σαραουάκ και η Σαμπάχ έχουν, αντίθετα, κυβερνήτες που διορίζονται από την κεντρική κυβέρνηση. Η αυτονομία των μεμονωμένων κρατών είναι πολύ ευρεία. Καθένα από αυτά έχει δικό του γραπτό σύνταγμα και νομοθετική συνέλευση για θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου (άμυνα, σχέσεις με το εξωτερικό, δικαίωμα υπηκοότητας, κοπή νομίσματος κ.ά.). Κάθε κράτος έχει δικό του εκτελεστικό συμβούλιο ή κυβέρνηση, που διευθύνεται από τον πρωθυπουργό (μέντρι μπεσάρ), εκτός από τα κράτη Mαλάκα, Πενάνγκ, Σαμπάχ και Σαραουάκ, στην κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας των οποίων βρίσκεται ένας αρμόδιος υπουργός.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η μπαχάσα μαλαισία που βασίζεται στη μαλαϊκή, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα και η αγγλική. Κατά περιοχές ομιλούνται επίσης η κινεζική και η ταμιλική.
Η σύνθεση του πληθυσμού παρουσιάζει ιδιαίτερη εθνοτική και φυλετική ποικιλία. Οι Μαλαίοι αποτελούν το 47% του συνόλου των κατοίκων, οι Κινέζοι το 32%, ενώ ένα ποσοστό περίπου 9% αντιπροσωπεύουν οι Ινδοί και άλλο τόσο οι αυτόχθονες πληθυσμοί του νησιού Βόρνεο. Το μωσαϊκό συμπληρώνεται από σχετικά ολιγάριθμες κοινότητες Φιλιπινέζων, Ινδονήσιων, Πακιστανών, Ευρωπαίων κ.ά.Το πολίτευμα της Μ. είναι συνταγματική μοναρχία ομοσπονδιακού τύπου.
Το σύνταγμα του κράτους χρονολογείται από το 1957 και έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές, με σημαντικότερη αυτή του 1963. Βασίζεται στο σύνταγμα της προηγούμενης Μαλαϊκής Ομοσπονδίας, αλλά περιλαμβάνει άρθρα που προστατεύουν τα ειδικά συμφέροντα των κρατών Σαμπάχ και της Σαραουάκ, που διατηρούν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Επικεφαλής της ομοσπονδίας είναι ο ανώτατος αρχηγός (γιανγκ ντι περτουάν αγκόνγκ), που εκλέγεται από το συνέδριο των ηγεμόνων. Αυτός ασκεί τα καθήκοντά του για μια πενταετία και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οφείλει να εγκαταλείψει τα καθήκοντα του ηγεμόνα στο κράτος του και να διορίσει έναν αντιβασιλιά. Ταυτόχρονα, με την ίδια διαδικασία εκλέγεται και ο δεύτερος τη τάξει της ομοσπονδίας, που δεν έχει συγκεκριμένες εξουσίες αλλά είναι έτοιμος για τη διαδοχή.
Ο γιανγκ ντι περτουάν αγκόνγκ έχει ευρείες εξουσίες: είναι ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και διορίζει την κυβέρνηση, που αποτελείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Διορίζει επίσης, ύστερα από πρόταση του πρωθυπουργού, τους δικαστές του ομοσπονδιακού δικαστηρίου και των ανώτερων δικαστηρίων, μπορεί να αρνηθεί να διαλύσει το κοινοβούλιο ακόμα και εναντίον της θέλησης του πρωθυπουργού και επικυρώνει τους νόμους μετά την έγκρισή τους από το κοινοβούλιο.
Η διάσκεψη των ηγεμόνων, εκτός από τον διορισμό του αρχηγού του κράτους, συνέρχεται επίσης (με συμβουλευτικό χαρακτήρα) για να συζητήσει για τα κυριότερα συνταγματικά θέματα, με την παρουσία των κυβερνητών.
Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση, της οποίας προεδρεύει ο πρωθυπουργός, εκπρόσωπος του κόμματος της πλειοψηφίας στη βουλή των αντιπροσώπων.
Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη απέναντι στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Το όργανο αυτό ασκεί τη νομοθετική εξουσία και αποτελείται από δύο σώματα: τη Γερουσία (Nτεβάν Nεγκάρα) και τη βουλή των αντιπροσώπων (Nτεβάν Pααγιάτ). Η πρώτη αποτελείται από 70 μέλη που ασκούν τα καθήκοντά τους για μια εξαετία: 26 από αυτά εκλέγονται από τις νομοθετικές συνελεύσεις των κρατών και 43 διορίζονται από τον γιανγκ ντι περτουάν αγκόνγκ. Η βουλή των αντιπροσώπων αποτελείται από 193 μέλη, τα οποία εκλέγονται για θητεία πέντε ετών. Κυρίαρχο φαινόμενο του κομματικού συστήματος της Μ. είναι η ύπαρξη ισχυρών συνασπισμών, ήδη από την εποχή της σύστασης του κράτους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, σημαντική είναι η παρουσία του πολυφυλετικού Εθνικού Μετώπου (ΕΜ), ενός συνασπισμού πολλών κομμάτων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Εθνική Οργάνωση της Ενωμένης Μ. (ΕΟΕΜ), η οποία σχηματίστηκε το 1946 και μετασχηματίστηκε σε Νέα ΕΟΕΜ το 1988. Άλλοι σημαντικοί πολιτικοί σχηματισμοί είναι η Λαϊκή Δύναμη (ΛΔ), που αποτελείται από επτά κόμματα και το Κίνημα Μουσουλμανικής Ενότητας (ΚΜΕ), που ιδρύθηκε το 1989 με τη συνένωση τεσσάρων κομμάτων.
Το αξίωμα του μονάρχη κατέχει από τον Δεκέμβριο του 2001 ο ράτζα της Περλίς, Σιέντ Σιραχουντίν, ενώ πρωθυπουργός της ομοσπονδίας είναι από το 1981 ο Μοχατίρ μπιν Μοχάμαντ του ΕΜ.Η νομοθετική πράξη Courts of Judicature Act του 1964 είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί το ομοσπονδιακό δικαστήριο της Μ. και δύο ανώτερα δικαστήρια στη Μ. και στη Βόρνεο. Το ομοσπονδιακό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί των διαφορών ανάμεσα στα κράτη καθώς και ανάμεσα στην ομοσπονδία και στα κράτη και λειτουργεί επίσης ως συνταγματικό δικαστήριο. Τα ανώτερα δικαστήρια αποτελούνται από τους ανώτερους δικαστές και από μερικούς δικαστές κατώτερου βαθμού. Λειτουργούν, επιπρόσθετα, δύο τύποι αστικών και ποινικών πρωτοδικείων: τα session courts και τα magistrates courts για σοβαρότερες υποθέσεις.Οι σπουδαιότερες θρησκείες της Μ. είναι η μουσουλμανική, η βουδιστική και η ινδουιστική, τις οποίες ασπάζονται αντίστοιχα η μαλαϊκή, η κινεζική και η ινδική κοινότητα. Η μαλαϊκή επικράτηση παρατηρείται και στο θρησκευτικό πεδίο, επειδή ο ισλαμισμός είναι η επίσημη θρησκεία του κράτους, έστω και αν κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να πιστεύει ελεύθερα στη δική του θρησκεία. Ο γιανγκ ντι περτουάν αγκόνγκ είναι ο επικεφαλής της μουσουλμανικής κοινότητας στην ομοσπονδία, ενώ οι ηγεμόνες είναι και θρησκευτικοί αρχηγοί στα αντίστοιχα κράτη. Σε πολύ μικρότερο ποσοστό υπάρχουν κομφουκιανοί και ταοϊστές ανάμεσα στους Κινέζους, καθώς επίσης και μουσουλμάνοι και σιχ ανάμεσα στους Ινδούς. Οι χριστιανοί αντιπροσωπεύουν περίπου το 6% του πληθυσμού. Στα κράτη Σαμπάχ και Σαραουάκ επικρατούν οι τοπικές λατρείες των αυτοχθόνων.Η στοιχειώδης εκπαίδευση στη Μ. διαρκεί έξι χρόνια, ενώ οι δύο βασικές γλώσσες διδασκαλίας είναι η αγγλική και η μαλαϊκή. Υπάρχουν, επίσης, σχολές στις οποίες η διδασκαλία γίνεται στην κινεζική και στην ταμιλική. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ο μαθητής μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε μέσες, παιδαγωγικές σχολές, τεχνικές-επαγγελματικές καθώς και βιοτεχνικές σχολές. Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα επτά πανεπιστήμια της Μ. καθώς και σε διάφορα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1995, το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα ανέρχεται περίπου στο 16,3% του συνολικού πληθυσμού.Η Μ. είναι μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και συνδέεται με τη Μεγάλη Βρετανία με μια στρατιωτική συμφωνία που υπογράφηκε το 1957 από την τότε Mαλαϊκή Ομοσπονδία και επεκτάθηκε το 1963 στη Μ. Η συμφωνία αυτή εγγυάται στη χώρα τη βρετανική στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση ξένης επίθεσης και εξουσιοδοτεί τη Μεγάλη Βρετανία να διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στη χώρα. Οι μαλαϊκές ένοπλες δυνάμεις διέθεταν περίπου 105.000 άντρες το 2001.Σε όλη την επικράτεια της ομοσπονδίας έχει καταρτιστεί μια εργατική νομοθεσία που καθορίζει τις ώρες εργασίας, το ελάχιστο όριο ηλικίας για εργασία, τους όρους των εργατικών συμβάσεων, τις άδειες κλπ. Ο πολυφυλετικός χαρακτήρας των εργαζομένων έχει δημιουργήσει προβλήματα στην οργάνωση εργατικών συνδικάτων σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο.
Η δωρεάν ιατρική περίθαλψη παρέχεται σε όλη τη Μ., ενώ το 1997 αντιστοιχούσε ένας γιατρός σε κάθε 1.520 κατοίκους. Η γεωλογική δομή της Δυτικής Μ. αποτελείται από τη νότια απόφυση της μακριάς παλαιοζωικής ορεινής αλυσίδας, που καταλαμβάνει όλη τη χερσόνησο· αυτή αποτελεί την αρχαία βάση, σχηματισμένη κατά τη λιθανθρακοφόρο και την πέρμιο περίοδο του παλαιοζωικού αιώνα, που αποτελείται κυρίως από σχιστώδεις και μαργώδεις ασβεστόλιθους. Κατά τον μεσοζωικό αιώνα, η Μ. υπέστη εκτεταμένες και ισχυρές γρανιτικές διεισδύσεις, που προκάλεσαν διαδεδομένα φαινόμενα μεταλλοποίησης. Στην ανύψωση που έγινε στην τριτογενή περίοδο του καινοζωικού αιώνα οφείλονται οι μορφές του σημερινού ανάγλυφου, που αποτελείται από όγκους που χωρίζονται από βαθύπεδα, οι οποίοι, εκτεταμένοι και κανονικοί, έχουν καθορίσει το περίγραμμα της χερσονήσου. Στην Ανατολική Μ., με τη σειρά τους, τα αρχικά παλαιοζωικά εδάφη υπέστησαν την ορεογένεση της τριτογενούς περιόδου, που συνοδεύτηκε από την έξοδο μαγματικών υλικών στο βορειοανατολικό τμήμα.Το έδαφος της Μ. αντιστοιχεί στο πιο νότιο τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, ανάμεσα στον ισθμό Kρα στα Β και στον πορθμό της Mαλάκα στα Ν (Δυτική Μ.). Στο έδαφος αυτό προστίθεται –συνδεδεμένο με μια σειρά από αρχιπελάγη και μικρά νησιά, που στην πλειονότητά τους ανήκουν στην Ινδονησία– το βόρειο τμήμα της Βόρνεο, με τα εδάφη Σαμπάχ και Σαραουάκ (Ανατολική Μ.). Η χερσονησιωτική περιοχή είναι ενιαία, ορεινή στο κέντρο που ορίζεται στις παρυφές από πεδιάδες οι οποίες γίνονται ιδιαίτερα ευρείες στα ΝΑ. Με την προέκτασή της προς τα Ν αποσπάται γεωγραφικά από την περιοχή της χερσονήσου της Ινδοκίνας και ανήκει πια στο νησιωτικό, ινδονησιακό περιβάλλον, έστω και αν από φυσική πλευρά είναι συνδεδεμένη με το ηπειρωτικό τμήμα της Ασίας.
Στις βασικές ορεογραφικές γραμμές της δεσπόζει μια κεντρική οροσειρά που τέμνει τη Μ. από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, κατά μήκος μιας ακανόνιστης και περίπλοκης ράχης, η οποία προεκτείνεται προς τα Ν με όλο και πιο μέτριους σχηματισμούς έως τον προθμό της Mαλάκα. Τα μεγαλύτερα ύψη δεν βρίσκονται όμως στην κυριότερη οροσειρά, αλλά στις ανατολικές διακλαδώσεις, που φτάνουν τα 2.190 μ. με την κορυφή Tαχάν.
Οι ακτές έχουν γενικά καθορισμένη διεύθυνση, σε σχέση επίσης με τη δομή της χερσονήσου. Διαφέρουν μόνο στα νότια, όπου υπάρχουν πολυάριθμα νησιά, τα οποία ανήκουν στην Ινδονησία ή στη Σιγκαπούρη. Τα νησιά αυτά αποτελούν στοιχείο ένωσης με τη γειτονική Σουμάτρα και αντιπροσωπεύουν τα λείψανα της γέφυρας που συνέδεε άλλοτε τις δύο γαίες. Γενικά, το παράκτιο περίγραμμα δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις που σχημάτισαν οι περιθωριακές πεδιάδες, που γι’ αυτό είναι χαμηλές και αμμώδεις. Εκεί όπου η προσχωσιγενής παράκτια λωρίδα είναι πιο εκτεταμένη, υπάρχουν βαλτώδεις ακτές.
Μαζί με το Μπρουνέι, οι περιοχές Σαμπάχ και Σαραουάκ αποτελούν ένα συνεχές σύνολο που μόνο περίπλοκες επεμβάσεις και αποικιακές κληρονομιές μπόρεσαν να χωρίσουν, έστω και αν η έκταση του νησιού Βόρνεο, η χαμηλή πυκνότητα του πληθυσμού του και το δύσβατο του εδάφους του δικαιολογούν κατά ένα μέρος την πολιτική διαίρεσή του. Το έδαφος περιλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, τη βόρεια πλευρά της Βόρνεο που αντιστοιχεί στα ανάγλυφα τα οποία διακλαδώνονται από το μακρύ ορεινό υδροκρίτη. Ο τελευταίος έχει διεύθυνση από τα ΝΔ προς τα ΒΑ και διαιρεί το νησί σε δύο τμήματα, με εξαίρεση το εκτεταμένο βαθύπεδο του ποταμού Kαπούας στα ΝΔ.
Από την ορεινή αλυσίδα Ιράν, που εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα σαν υψίπεδο, ξεκινούν πολυάριθμες μικρότερες αλυσίδες, που διαιρούνται μεταξύ τους από μακριές και ελικοειδείς κοιλάδες, οι οποίες ανοίγονται σε παράκτιες πεδιάδες στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. Τα πιο εκτεταμένα υψίπεδα του κεντρικού τμήματος, που αποτελούν μέρος της κύριας ράχης, είναι τα Λινάου Mπάλουι και Oυσούν Aπάου. Ανάμεσα στα ανάγλυφα ξεχωρίζουν τα όρη Kαπούας.
Οι κυριότερες κοιλάδες, που αντιστοιχούν σε εκτεταμένα τεκτονικά βαθύπεδα, είναι εκείνες του Λουπάρ, που καταλήγει σε έναν μεγάλο παράκτιο μυχό, όπου ανοίγεται ο βαθύς ποταμόκολπος του ποταμού, και, πιο εκτεταμένη από όλες, εκείνη του Pατζάνγκ, που συγκεντρώνει τα νερά μεγάλου μέρους της πλαγιάς των ορέων Ιράν. Ο Pατζάνγκ, με τις φερτές ύλες που μεταφέρει, έχει σχηματίσει στους πρόποδες των αναγλύφων μια εκτεταμένη παράκτια πεδιάδα, όπου τα νερά βρίσκουν εμπόδια κατά την αποστράγγισή τους.
Ακόμα πιο τραχιά και ορεινή από τη Σαραουάκ είναι η Σαμπάχ, στην οποία δεσπόζει ο επιβλητικός όγκος του Kιναμπάλου (4.102 μ.). Το ανάγλυφο προς τα Δ ωθεί τα συμπαγή αντερείσματά του έως την ακτή. Στην ανατολική πλευρά, αντίθετα, είναι πιο εκτεταμένο, διακόπτεται από μακριές κοιλάδες και είναι κατακερματισμένο σε μεμονωμένους ηφαιστειακούς όγκους, μερικοί από τους οποίους κάνουν αρκετά περίπλοκο το περίγραμμα της ακτής.
Στην ευθυγράμμισή τους, τα ανάγλυφα του βόρειου τμήματος της Βόρνεο φαίνονται να διακλαδίζονται, συνεχιζόμενα στις δύο ράχες που κλείνουν τη Θάλασσα των Σούλα και συνδέονται με το αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων.
Το έδαφος καλύπτεται από αδιαπέραστο υγρό δάσος, πλούσιο σε περιζήτητα είδη, έως το ύψος των 2.500 μ. Οι ποταμοί αντιπροσωπεύουν τις οδούς εισόδου στο εσωτερικό και στις εκβολές τους εκτείνονται μεγάλοι μαγκρόβιοι σχηματισμοί.Η Δυτική Μ., που βρίσκεται νότια του γεωγραφικού πλάτους 7°, εισέρχεται στην ισημερινή λωρίδα, αλλά επηρεάζεται και από τους μουσώνες που πνέουν στον Ινδικό ωκεανό. Ως αποτέλεσμα η χώρα έχει σχεδόν ομοιόμορφες θερμοκρασίες, με μικρές διακυμάνσεις ανάμεσα στις μέσες του Ιανουαρίου και στις μέσες του Ιουλίου. Οι βροχές είναι άφθονες σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, με μέγιστα σημεία κατά την περίοδο Απριλίου-Αυγούστου στις νοτιοδυτικές και δυτικές ζώνες όταν πνέουν οι μουσώνες. Μια σύντομη ξηρή εποχή παρατηρείται στις εσωτερικές περιοχές, κατά μήκος των ανατολικών ακτών. Στη Μ. η εισροή των μουσώνων καταλήγει στην αύξηση των βροχών. Όταν φυσούν από τα βόρεια τεταρτημόρια (Οκτώβριος-Ιανουάριος), οι βροχές μειώνονται τοπικά για μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο. Ανάμεσα στις δύο αυτές περιόδους παρεμβάλλονται δύο εποχές σχετικής ηρεμίας.
Συνολικά, οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις σε όλη τη χώρα πλησιάζουν τα 3.000 χιλιοστά, ενώ οι μέσες θερμοκρασίες περιλαμβάνονται μεταξύ 25 και 28°C. Οι σύνθετες πλευρές του κλίματος, ανάμεσα στο μουσωνικό και στο ισημερινό, δημιουργούν μια χλωρίδα πλουσιότατη σε είδη που γενικά συνυπάρχουν στις ίδιες ζώνες, αποτελώντας ένα πλούσιο υγρό δάσος το οποίο εκτείνεται σε μεγάλο τμήμα της χερσονήσου, ανάμεσα στους πρόποδες των βουνών και στο ύψος των 1.800 μ. Εντούτοις, σε σχέση με κάθε διαφορετικό περιβάλλον, διακρίνονται διάφορες φυτικές περιοχές: στις παράκτιες ζώνες και στις ποτάμιες λωρίδες υπάρχουν τα μαγκρόβια δάση. Στα πιο εσωτερικά βαθύπεδα φυτρώνουν πολλοί φοίνικες και αγριομπανανιές, ενώ στα υψίπεδα, πάνω από τα 1.800 μ., σε μια γενική ελάττωση των ψηλών δέντρων αντιστοιχεί μια δυσάρεστη πυκνότητα του υποδάσους.
Ο αριθμός των ζωικών ειδών της Μ. είναι επιβλητικός, λόγω της ύπαρξης του δάσους σε μεγάλο τμήμα της χώρας. Τα είδη αυτά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με την ινδονησιακή και με την ινδοκινεζική πανίδα. Αυτό, ασφαλώς, οφείλεται στο γεγονός ότι η Μ. στα αρχαία χρόνια ήταν συνδεδεμένη με τη Σουμάτρα. Εκεί απαντώνται σχεδόν όλα τα ζωικά είδη που είναι κοινά στο αρχιπέλαγος της Σούνδης: ελέφαντες, πάνθηρες, τίγρεις και ο χαρακτηριστικός ρινόκερος με τα δύο κέρατα. Κοινός είναι επίσης ο μαλαϊκός τάπιρος, ενώ μια τεράστια ποικιλία από πιθήκους κατοικεί στα δάση. Το υποδάσος είναι γεμάτο από αγριόγατες και αγριοκούνελα, σκαντζόχοιρους, τυφλοπόντικες και άλλα ζώα, που έχουν πλέον εξαφανιστεί σε άλλα μέρη.
Αφθονούν επίσης τα πτηνά, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν ζωηρά και μεταβαλλόμενα χρώματα, καθώς και τα ερπετά, που λυμαίνονται τις υγρές ζώνες και τα τέλματα. Σε αντίθεση όμως με τη Μυανμάρ ή την Ταϊλάνδη, η Μ. δεν έχει σχεδόν καθόλου δηλητηριώδη ερπετά: και τα φίδια ακόμα (ανάμεσα στα οποία κυριαρχεί ο πύθωνας) είναι συνήθως αβλαβή. Ένας μικρός κροκόδειλος φωλιάζει στα ρηχά αλμυρά νερά των ποταμόκολπων, ενώ δεν λείπουν και τα ιπτάμενα ερπετά, ανάμεσα στα οποία η περίφημη ιπτάμενη σαύρα. Αρκετά κοινό είναι το σαμιαμίδι, που διατηρείται στους κήπους ως φύλακας, χάρη στο ένστικτό του που το κάνει να παράγει διαπεραστικούς λαρυγγώδεις ήχους όταν πλησιάζει κάποιος ξένος.
Η πανίδα που ζει στα δάση της Σαμπάχ και ιδιαίτερα στη Σαραουάκ αξίζει ιδιαίτερη μνεία λόγω της ασυνήθιστης ποικιλίας της. Περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα είδη που απαντώνται και στην υπόλοιπη Βόρνεο, που από την άποψη της πανίδας είναι το πιο αξιόλογο από τα ινδονησιακά νησιά σε σχέση τόσο με τη θέση του όσο και με την έκτασή του, χάρη στις οποίες πολλά είδη εξελίχθηκαν αυτόνομα. Στα δάση, από τα μεγάλα θηλαστικά απαντώνται μονάχα ο ουραγκοτάγκος, το σπουδαιότερο από τα ζώα της Βόρνεο, και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι της δενδρόβιας πανίδας. Στην πλούσια πανίδα των πτηνών αξίζει να αναφέρουμε τον χαρακτηριστικό αριστοκρατικό φασιανό και το περίεργο μίνα. Τα ερπετά είναι πολυάριθμα και ανάμεσα τους περιλαμβάνονται μερικά δηλητηριώδη, όπως η κόμπρα.Η ανάπτυξη της υδρογραφίας επηρεάζεται από την ορεογραφία και υποδιαιρείται σε διάφορες λεκάνες, οι πιο εκτεταμένες από τις οποίες εκτείνονται από την κεντρική ορεινή αλυσίδα προς την ανατολική ακτή. Η μεγαλύτερη είναι η λεκάνη του Παχάνγκ, ενός ποταμού με μήκος λίγο πάνω από 320 χλμ., που πηγάζει με την ονομασία Tελόν, διατρέχει την κεντρική οροσειρά με την ονομασία Tζελάι, και τέλος διατρέχει την πεδιάδα της Παχάνγκ, όπου ονομάζεται πλέον Παχάνγκ προτού εκβάλλει, με έναν ευρύ ποταμόκολπο, στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Ο Παχάνγκ δέχεται τα νερά πολυάριθμων παραποτάμων, που αποστραγγίζουν μεγάλο μέρος του ανατολικού εδάφους.
Στη δυτική πλευρά, ο μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Περάκ, με συνολικό μήκος 270 χλμ. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από τα ομώνυμα υψώματα, όχι μακριά από τα σύνορα με την Ταϊλάνδη, και ρέει με κατεύθυνση από τα Β προς τα Ν. Άλλος αξιόλογος ποταμός είναι ο Tζοχόρ με πολύ ευρύ ποταμόκολπο, που διατρέχει το νότιο τμήμα της Μ. ακολουθώντας τον άξονα κλίσης της χερσονήσου και εκβάλλει μπροστά στη Σιγκαπούρη.Η Μαλαϊκή χερσόνησος, όπως προκύπτει από τα υπολείμματα της ανώτερης και κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου (ευρήματα της Kότα Tαμπάν, της κοιλάδας του Περάκ και του Γουέλσλεϊ), κατοικήθηκε σταθερά ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Σε αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε η φυσική της θέση ανάμεσα στις ηπειρωτικές περιοχές και στη νοτιοανατολική Ασία, που ευνόησε τις θαλάσσιες συνδέσεις. Ακόμα και σήμερα, στη χερσόνησο βρίσκονται ανθρώπινοι τύποι που μοιάζουν απόγονοι των αρχαιότερων αυστραλοασιατικών πληθυσμών. Πρόκειται για τους Σεμάνγκ, ομάδες Nεγριτών που ζουν στα δάση του εσωτερικού και παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τους Aέτα των Φιλιππίνων. Σε αυτή την ομάδα επιβλήθηκαν οι Σενόι και οι Tεμιάρ, που έφτασαν στη χώρα πριν από τη χριστιανική εποχή και εγκαταστάθηκαν στις ευφορότερες εκτάσεις και κατά μήκος των ακτών, πιέζοντας προς το εσωτερικό τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Μια άλλη ομάδα, οι Σεμάι, κατέβηκε από τον βορρά περίπου την ίδια περίοδο και εγκαταστάθηκε στις δυτικές πλαγιές της κεντρικής οροσειράς. Την ίδια επίσης περίοδο άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή οι Μαλαίοι, προερχόμενοι από το νησί Σουμάτρα. Αυτοί είχαν έναν πολιτισμό αρκετά προηγμένο, ήδη από τον 2ο αι. π.Χ., γνώριζαν την τέχνη της αλιείας και κατασκεύαζαν σιδερένια εργαλεία.
Στη συνέχεια, οι Mαλαίοι απορρόφησαν τις φυλές που είχαν προηγουμένως εγκατασταθεί στη νότια Mαλάκα, δημιουργώντας μια σύγχρονη μαλαϊκή φυλή που έχασε κατά ένα μέρος τα χαρακτηριστικά, ακόμα και τα σωματικά, των πρωτομαλαϊκών φυλών και διέθετε ελαφρώς τονισμένα τα μογγολοειδή χαρακτηριστικά που είχαν αφομοιώσει οι άλλες ομάδες της χερσονήσου της Ινδοκίνας. Κατά συνέπεια, οι Mαλαίοι έχουν προκύψει ουσιαστικά από διάφορες διασταυρώσεις.
Στους Mαλαίους προστέθηκαν σχετικά πρόσφατα οι Κινέζοι που, ειδικά από τον 17ο αι. και μετά, παρουσίασαν ισχυρότερες μεταναστευτικές τάσεις, ωθούμενοι από το εμπορικό επιχειρηματικό τους δαιμόνιο. Ακόμα πιο πρόσφατα (μετά το 1850), παρατηρήθηκε επίσης σημαντική συρροή Ινδών, στρατολογημένων για τις φυτείες του καουτσούκ από τους Άγγλους αποίκους.
Οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις που κατά καιρούς άσκησαν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στη Μ. και είχαν συμφέρον να φανούν φιλικές προς τους ιθαγενείς, υπήρξαν ευνοϊκές για το μαλαϊκό στοιχείο. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του 19ου αι. ξεκίνησε ένα μεταναστευτικό ρεύμα που διογκώθηκε προοδευτικά έως το 1927. Εκείνη τη χρονιά έφτασαν στη Μ. 403.000 Κινέζοι. Συνολικά, μεταξύ του 1928 και του 1937 εισήλθαν στη χώρα 2.800.000 Κινέζοι, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εμπορικά κέντρα της Mαλάκα, της Kουάλα Λουμπούρ και της Tζοχόρ Mπαχαρού.
Οι Κινέζοι είναι η πιο πολυάριθμη εθνική ομάδα της χώρας μετά τους Mαλαίους. Οι μεικτοί γάμοι κατέστησαν στο μεταξύ πιο περίπλοκη την εθνολογική εικόνα, και αφορούν όχι μόνο Mαλαίους και Κινέζους, αλλά και τις υπόλοιπες εθνικές ομάδες, ιδιαίτερα τους Ινδούς. Οι τελευταίοι, μαζί με τους σχετικά ολιγάριθμους Πακιστανούς, απασχολούνται κυρίως στις φυτείες.
Το πρωτομαλαϊκό στοιχείο έχει εξαφανιστεί σχεδόν τελείως από την περιοχή. Οι Nεγρίτες και οι Σενόι έχουν ελαττωθεί πλέον σε μερικές χιλιάδες και ζουν στα βουνά και στα δάση του εσωτερικού.
Η ιστορία των περιοχών της Σαραουάκ και της Σαμπάχ συνδέεται με εκείνη του Μπρουνέι, που εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αι. μ.Χ. Η πρώτη χριστιανική (καθολική) αποστολή και ο πρώτος ευρωπαϊκός εμπορικός οίκος εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 17ου αι., και αμέσως μετά άρχισε η διείσδυση Άγγλων, Πορτογάλων και Ισπανών.Τα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Μ. ανακόπηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο πληθυσμός ολόκληρης της χώρας ήταν 17.566.982 το 1991, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 2000 ανήλθε σε 23.274.690 κατ., με πυκνότητα περίπου 70 κάτ. ανά τ. χλμ. και σχετικά ταχεία αύξηση. Ο δείκτης θνησιμότητας είναι εξαιρετικά χαμηλός, ενώ ο αντίστοιχος των γεννήσεων, παρότι βρίσκεται σε ελαφρώς προοδευτική μείωση, είναι εντυπωσιακά υψηλός. Το 2002, το προσδόκιμο ζωής ήταν 74 χρόνια για τις γυναίκες και 69 χρόνια για τους άντρες.
Η κατανομή του πληθυσμού στη Μαλαϊκή χερσόνησο, όπως εξάλλου και στην ανατολική Μ., είναι αρκετά άνιση. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις πληθυσμού παρατηρούνται στην Πενάνγκ, στην περιοχή της Mαλάκα και στη Σελανγκόρ, ενώ οι μικρότερες στις ορεινές και στις ελώδεις περιοχές μερικών παράκτιων πεδιάδων. Ο πληθυσμός είναι διαφορετικά κατανεμημένος στις περιοχές Σαμπάχ και Σαραουάκ. Στη δεύτερη, οι κάτοικοι είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους συγκεντρωμένοι στην περιοχή της πρωτεύουσας Kουτσίνγκ. Η εθνολογική σύνθεση παρουσιάζει και εδώ αρκετή ποικιλία: η πολυαριθμότερη ομάδα είναι των ιθαγενών Nταγιάκων, ενώ το υπόλοιπο του πληθυσμού αποτελείται από Κινέζους, Mαλαίους, Μελανησίους και άλλες εθνότητες. Η δημογραφική αύξηση της Σαραουάκ τις τελευταίες δεκαετίες ήταν σημαντική. Οι κάτοικοι της Σαμπάχ είναι και αυτοί άνισα κατανεμημένοι στο έδαφος της περιοχής τους. Οι πιο πυκνοκατοικημένες ζώνες βρίσκονται γύρω στην πρωτεύουσα, την Kότα Kιναμπάλου, καθώς και κατά μήκος των ακτών. Η πλειονότητα του πληθυσμού αποτελείται από μουσουλμάνους μαλαϊκής καταγωγής και το υπόλοιπο από Κινέζους, Ευρωπαίους και διάφορες άλλες ασιατικές εθνότητες.Μεγάλο μέρος του μαλαϊκού πληθυσμού ζει συγκεντρωμένο σε μικρά χωριά, που βρίσκονται συνήθως σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, κοντά στα μεγάλα δάση ή στις κοίτες των ποταμών. Πρόκειται γενικά για ομάδες κατοικιών όπου το παραδοσιακό στοιχείο (καλύβα από φύλλα, κλαδιά και ξύλο) συνδυάζεται με το νεότερο, που συχνά εκφράζεται με ευτελή σπιτάκια από κυματιστή λαμαρίνα και άλλα υλικά επιλεγμένα τυχαία. Αλλά το χαρακτηριστικότερο στοιχείο είναι το ξύλινο σπίτι πάνω σε ένα πλήθος πασσάλων μπηγμένων στον λασπώδη βυθό, στους οποίους δένονται οι βάρκες. Πολυάριθμες τέλος είναι οι οικογένειες που ζουν κατά μήκος των ποταμών σε πλωτά σπίτια, ακριβώς όμοια με τα ινδοκινεζικά σαμπάν.
Σύνθετες όψεις παρουσιάζουν εξάλλου οι μόνιμες εγκαταστάσεις στις φυτείες, όπου οι ίδιοι οι εργάτες προσθέτουν παραδοσιακά στοιχεία και δικά τους χαρακτηριστικά άλλων περιοχών. Πρόκειται συνήθως για κατασκευές τυχαίες δίπλα σε στοιχεία πιο σύγχρονα που χρησιμεύουν για γραφεία ή για κατοικίες Ευρωπαίων.Η Μαλαϊκή χερσόνησος, παρά την ευνοϊκή γεωγραφική θέση της πάνω στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς προς την Άπω Ανατολή, μόλις πρόσφατα είδε να αναπτύσσονται στο έδαφός της αξιόλογα αστικά κέντρα. Στο παρελθόν υπήρχαν εκεί μόνο μικρά ψαροχώρια όπου οι κοινότητες των ψαράδων πραγματοποιούσαν τις εμπορικές τους συναλλαγές με τους κατοίκους του εσωτερικού.
Εξάλλου, η περιοχή είναι από μια πλευρά περιφερειακή σε σύγκριση με τη χερσόνησο της Ινδοκίνας, ενώ σε σχέση με τη γειτονική Ινδονησία οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν πάντα συγκεντρωμένες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη Σιγκαπούρη. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η πειρατεία που για αιώνες συνηθιζόταν στις θάλασσες της νοτιοανατολικής Ασίας, δυσκολεύοντας τη διακίνηση του εμπορίου και μαστίζοντας τις παράκτιες περιοχές.
Η πρωτεύουσα Κουάλα Λουμπούρ (Kuala Lumpur, 1.297.526 κάτ. το 2000 βλ. λ.) έχει λάβει διαστάσεις και λειτουργικές ιδιότητες μητρόπολης. Οι υπόλοιπες σημαντικές πόλεις της χώρας είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2000, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα): Ιπόχ (Ipoh, 566.211 κάτ.), Μαλάκα (Melaka, 369.222 κάτ.), Κότα Κιναμπάλου (Kota Kinabalu, 354.153 κάτ.) και Τζόρτζταουν (Georgetown, 180.573 κάτ.).Η Μ. θεωρείται μια από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Στις πρόσφατες δεκαετίες εφαρμόστηκαν διάφορα προγράμματα ανάπτυξης που περιλάμβαναν πολλές αλλαγές: ανάμεσά τους, η φιλελευθεροποίηση της πολιτικής για επενδύσεις, η ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών επιχειρήσεων, οι τροποποιήσεις της φορολογικής νομοθεσίας κ.ά. Το 2001, το AEΠ της χώρας ήταν περίπου 200.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα 9.000 δολάρια. Ο πληθωρισμός το ίδιο έτος υπολογιζόταν στο 1,5% και η ανεργία στο 3,7%. Ο πρωτογενής τομέας συνεισφέρει κατά περίπου 12% στο ΑΕΠ, η βιομηχανία κατά 40% και οι υπηρεσίες κατά 48%, σύμφωνα με στοιχεία του 2001.
Η εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής από το 1970, κατέστησε βαθμιαία την οικονομία της Μ. μία από τις δυναμικότερες της νοτιοανατολικής Ασίας. Παρά την εντυπωσιακή όμως ανάπτυξη και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, οι πληθυσμοί της υπαίθρου και κυρίως των περιοχών Σαμπάχ και Σαραουάκ, εξακολουθούν να διαβιούν υπό συνθήκες ένδειας. Η πολιτική εθνικής ανάπτυξης που εγκαινιάστηκε το 1991 μετά την ολοκλήρωση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, είχε ως στόχο τη μεταμόρφωση της Μ. σε ένα πλήρως εκβιομηχανισμένο κράτος έως το 2020. Η δυναμική της ανάπτυξης ανακόπηκε, εντούτοις, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1997 που έπληξε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ασία. Οι καλλιέργειες καλύπτουν περίπου το 14% της εδαφικής επιφάνειας της Δυτικής Μ., το 3,2% της Σαμπάχ και το 3,5% της Σαραουάκ, ενώ η υπόλοιπη χώρα καλύπτεται σχεδόν παντού από δάση και ζούγκλα. Οι αγροτικές περιοχές καταλαμβάνουν τη δυτική παράκτια λωρίδα και τη νοτιοανατολική άκρη, προχωρώντας στο εσωτερικό κατά μήκος των κυριότερων υδάτινων ρευμάτων. Κύρια καλλιέργεια είναι το ρύζι, που αποτελεί και τη διατροφική βάση των κατοίκων. Στη Σαμπάχ και στη Σαραουάκ με την καλλιέργεια του ρυζιού ασχολούνται κυρίως οι Mαλαίοι αλλά και οι Nταγιάκοι. Άλλες αξιόλογες καλλιέργειες είναι η μανιόκα, οι γλυκοπατάτες, το καλαμπόκι, οι μπανάνες, τα τροπικά φρούτα (κυρίως ο ανανάς) και τα κηπευτικά. Μεγάλη εξάπλωση ανάμεσα στις φυτοκαλλιέργειες έχουν οι κοκκοφοίνικες στην περιοχή Περάκ και στις νότιες περιοχές. Καλλιεργείται επίσης πολύ η ελαΐς η γουιάνειος, που καθιστά τη Μ. κορυφαία χώρα στην παγκόσμια παραγωγή λαδιού.
Για τη βιομηχανική επεξεργασία των προϊόντων αυτών, με σκοπό την παραγωγή μαργαρίνης, σαπουνιών και άλλων παραγώγων έχουν κατασκευαστεί στη χώρα αρκετά εργοστάσια. Μεγαλύτερος πλούτος της μαλαϊκής γεωργίας είναι οι φυτείες της εβέας που εκτείνονται στη Δυτική Μ., στη Σαμπάχ και στη Σαραουάκ, ανάμεσα στην ακτή και στα ορεινά ανάγλυφα.
Από το 1953, τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα για την αντικατάσταση των παλιών δέντρων με νέες ποικιλίες, πιο παραγωγικές και ικανές για πολλαπλάσια απόδοση. Μικρότερης σημασίας είναι η παραγωγή σε καφέ, τσάι, κακάο, καπνό, αραχίδες, πιπέρι (στη Σαραουάκ) και κάνναβη της Mανίλα (Σαμπάχ).
Η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου, που ξεκίνησε χρόνια πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, γίνεται με τρόπο ορθολογικό έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο συνεχής εφοδιασμός των βιομηχανιών με ξυλεία, και ταυτόχρονα να μην αποψιλώνεται ο φυτικός πλούτος, που θα αλλοίωνε τη σύνθεση του εδάφους. Το 2000 η παραγωγή ξυλείας έφτασε τα 29,5 εκατ. κ.μ. Η κτηνοτροφία δεν είναι πολύ διαδεδομένη στη Μ. Κυριαρχεί η εκτροφή χοίρων και οικόσιτων ζώων, ενώ οι βούβαλοι και τα βοοειδή υπάρχουν σε πιο περιορισμένο αριθμό.
Η αλιεία, αντίθετα, ήταν ανέκαθεν πολύ διαδεδομένη και οι Mαλαίοι θεωρούνται από τους καλύτερους ναυτικούς και κατασκευαστές πλοιαρίων σε όλη τη μουσωνική Ασία. Το ψάρεμα γίνεται κυρίως με παραδοσιακό τρόπο, αλλά υπάρχει επίσης και ένας μεγάλος αλιευτικός στόλος με σύγχρονα μέσα και εγκαταστάσεις για τη διατήρηση των προϊόντων αλιείας. Τα συνολικά ετήσια αλιεύματα ήταν 640.000 τόνοι το 1992, ενώ το 1997 ανήλθαν στους 1,3 εκατ. τόνους.Ο αρχαϊκός μαλαϊκός πολιτισμός. Τα ιστορικά γεγονότα της Μ. συνδέονται στενά έως τον 19ο αι. με την Ινδονησία, κυρίως μέσα από τη μακρόχρονη κοινή ιστορία της χερσονήσου και της γειτονικής νήσου Σουμάτρα. Κοινή μοίρα είχαν και τα πρώτα ιστορικά τους χρόνια. Στην περίπτωση της Μ., αυτό οφείλεται στο ότι η χερσόνησος ήταν η φυσική γέφυρα για όλους τους πληθυσμούς που μετατοπίστηκαν από την ηπειρωτική περιοχή της χερσονήσου της Ινδοκίνας προς την Ινδονησία. Πρώτοι κατοίκησαν την περιοχή αυστραλομαλαϊκοί πληθυσμοί περίπου την 5η χιλιετία π.Χ. Αργότερα, ανάμεσα στην 3η και στη 2η χιλιετία π.Χ., εμφανίστηκαν οι Πρωτοϊνδονήσιοι, ίχνη των οποίων εντοπίζονται ακόμη και σήμερα σε κάποιες μειονότητες της Μ. και, τέλος, οι Mαλαίοι.
Από τον 5ο αι. μ.Χ., η ιστορία της Μ. συνδέθηκε στενά με εκείνη της ναυτικής αυτοκρατορίας των Σριβιτζάγια, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε ολόκληρο το ινδονησιακό αρχιπέλαγος εξαιτίας της μεγάλης ναυτικής τους δύναμης.
Γύρω στο 1280, ωστόσο, ενώ το βασίλειο των Σριβιτζάγια κατέρρεε οριστικά από τα πλήγματα του βασιλιά της Ιάβα Kερταναγκάρα, μια σιαμική εισβολή επιβαλλόταν σε ολόκληρη τη Μαλαϊκή χερσόνησο. Εξάλλου, άλλες πηγές αναφέρουν πως ο βασιλιάς της Ιάβα Kερταναγκάρα, με την πολιτική του νησιωτικού επεκτατισμού, κατόρθωσε να καθυποτάξει και τη Μαλαϊκή χερσόνησο. Η Μ. υποτάχθηκε πάλι στην κυριαρχία της Ιάβα στη διάρκεια του 14ου αι. Μετά, όμως, τον θάνατο του Kερταναγκάρα και την παρακμή του Mατζαπάχιτ, η χερσόνησος περιήλθε και πάλι στη σφαίρα επιρροής του Σιάμ.
Η περίοδος του εξισλαμισμού. Στο μεταξύ, συνεχιζόταν ο βαθμιαίος εξισλαμισμός της χερσονήσου από εμπόρους που προέρχονταν από την Ινδία. Το επίκεντρο για τη διάδοση της μουσουλμανικής θρησκείας στη Μ. ήταν το βασίλειο της Μαλάκα που επιβλήθηκε με απροσδόκητη επιτυχία στις αρχές του 15ου αι. Η Μαλάκα ιδρύθηκε το 1402, έπειτα από μυθιστορηματικά γεγονότα, από τον Παραμεσβάρα που έφθασε από την Ιάβα στο στενό ανάμεσα στη Μ. και στη Σουμάτρα και μετέτρεψε το μικρό κέντρο της Μαλάκα σε έδρα διεθνούς εμπορίου.
Ο Παραμεσβάρα μετέβη με τον γιο του (που τον διαδέχθηκε ανάμεσα στο 1424 και στο 1444 με το όνομα Σρι Μαχαραγιά) δύο φορές στην Αυλή του Πεκίνου και εξασφάλισε εγγυήσεις και υποστήριξη σε αντάλλαγμα μιας αόριστης υποχρέωσης για φόρο υποτέλειας. Ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες στην ανάπτυξη της Μαλάκα ήταν η σταθερή πια επικράτηση του ισλαμισμού, τον οποίο ασπάστηκε και ο Παραμεσβάρα, αποκτώντας τον τίτλο του Iσκαντέρ Σα. Η Μαλάκα κατέστη έτσι ένα από τα κύρια πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα της συστηματικής διάδοσης της νέας θρησκείας στη νοτιοανατολική Ασία. Μετά τον θάνατο του Σρι Μαχαραγιά, όμως, παρατηρήθηκε ανάμεσα στο 1444 και στο 1446 μια περίοδος εσωτερικών ταραχών που οφείλονταν στην αυξανόμενη δύναμη των ινδικής προέλευσης εμπόρων Ταμίλ, που απέκτησαν τέτοια ισχύ στη Μαλάκα ώστε επέβαλαν την άνοδο στο θρόνο του Mουζαφάρ Σα, γιου του Σρι Μαχαραγιά και μιας γυναίκας Tαμίλ. Υπό αυτόν τον ηγεμόνα και τους διαδόχους του η δύναμη της Μαλάκα αύξανε συνεχώς περίπου μέχρι το 1509.
Η περίοδος της ευρωπαϊκής διείσδυσης. Η ισχύς της Μαλάκα, ωστόσο, υπερκεράστηκε από τους Πορτογάλους που την κατέλαβαν το 1511 και την κατέστησαν το σπουδαιότερό τους κέντρο σε όλη την περιοχή, δημιουργώντας εκεί ένα σημαντικό στρατιωτικό οχυρό. Παρά τη βιαιότητα με την οποία προσπάθησαν να διατηρήσουν το εμπορικό τους μονοπώλιο στο Ινδικό αρχιπέλαγος και να προσηλυτίσουν τους ιθαγενείς, οι Πορτογάλοι δεν κατάφεραν να διατηρήσουν μια σταθερή επιρροή στη ζώνη αυτή παρά μόνο για μια αρκετά σύντομη περίοδο. Από το 1596 και μετά, ο ανταγωνισμός της Ολλανδίας έκανε τη θέση τους όλο και πιο επισφαλή ώσπου, το 1641, το πορτογαλικό οχυρό της Μαλάκα έπεσε στα χέρια των Ολλανδών.
Έκτοτε, στις ακτές της Μ. επικράτησε η επιρροή της ολλανδικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, που τοποθέτησε έναν κυβερνήτη της στη Μαλάκα και έθεσε τη διακίνηση στον πορθμό υπό τον έλεγχό της, υιοθετώντας στη χερσόνησο πολλά πολιτικά και οικονομικά μέτρα που εφαρμόζονταν στο ινδονησιακό αρχιπέλαγος. Ωστόσο, η μετάθεση του κέντρου διοίκησης από τη Μαλάκα στη Βαταβία (την Τζακάρτα της σημερινής Ινδονησίας) καθώς και η παρακμή της ολλανδικής εταιρείας τον 18ο αι. προκάλεσαν κρίση στην Μ., με κύρια χαρακτηριστικά τη διάδοση του λαθρεμπορίου και τη διαφθορά. Στο μεταξύ, το σουλτανάτο του Tζοχόρ, όπου είχαν ανασυνταχθεί οι ισλαμικές δυνάμεις που είχαν κατευθύνει την ανάπτυξη της Μαλάκα πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, συνέχιζε μαζί με άλλα μουσουλμανικά σουλτανάτα την πορεία του. Εντούτοις, ουσιαστικά εξαρτιόταν, κυρίως στον οικονομικό τομέα, από το μονοπώλιο του εμπορίου που είχε η Ολλανδία. Η ιστορία των σουλτανάτων αυτών ήταν κυρίως μια ιστορία ανταγωνισμών. Με τους διαγκωνισμούς ανάμεσα στα διάφορα σουλτανάτα συνδέθηκε και το πρώτο επεισόδιο της αγγλικής επέμβασης, δηλαδή της Βρετανικής Εταιρείας των Ινδιών, στη Μ.
Η περίοδος της βρετανικής κυριαρχίας. Το 1786, οι Βρετανοί εξασφάλισαν από το σουλτανάτο του Kένταχ τη μίσθωση του νησιού Πενάνγκ, που στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην απέναντι επαρχία της ηπειρωτικής χώρας. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου των ναπολεόντειων πολέμων, οι Βρετανοί αγωνίστηκαν κατά των Ολλανδών για την κατοχή της Ινδονησίας. Πρωτεργάτης της βρετανικής δραστηριότητας προς την κατεύθυνση αυτή ήταν ο σερ Tόμας Pαφλς, ιδρυτής της βρετανικής δύναμης στη Μ. Όταν το Λονδίνο υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ολλανδία τα νησιά του αρχιπελάγους, ο Pαφλς, για να διατηρήσει τη βρετανική επιρροή στη Μ., προσπάθησε να ενισχύσει το ελεύθερο λιμάνι της Σιγκαπούρης. Το λιμάνι αυτό δημιουργήθηκε το 1819 ως εγκατάσταση της Βρετανικής Εταιρείας των Ινδιών στη συνέχεια μιας συμφωνίας ανάμεσα στον Pαφλς και στον σουλτάνο του Tζοχόρ, που είχε υποστηριχθεί από τους Βρετανούς για να αντιμετωπίσει εσωτερικές διαμάχες. Το 1824, ο σουλτάνος του Tζοχόρ πούλησε οριστικά το νησί της Σιγκαπούρης στους Βρετανούς, οι οποίοι το ένωσαν με τη Μαλάκα και με το Πενάνγκ. Σχηματίστηκε έτσι η Διοίκηση των Στενών που, αφού για μια ορισμένη περίοδο και κάτω από διάφορα διοικητικά σχήματα, βρέθηκε να εξαρτάται άμεσα από τη βρετανική δύναμη της Ινδίας, αποσπάστηκε το 1867 από τον γενικό κυβερνήτη των Ινδιών και έγινε αποικία του βρετανικού στέμματος.
Η στιγμή ήταν κατάλληλη για μια ριζική μεταβολή στο πολιτικοοικονομικό καθεστώς των φεουδαρχικών μουσουλμανικών σουλτανάτων, που είχαν εξακολουθήσει να ζουν στη σφαίρα της αγγλικής επιρροής. Το Λονδίνο δεν επέβαλε ποτέ στα κράτη αυτά άμεση και απόλυτη εξουσία που να καταργούσε τη μορφή τους, αλλά βαθμιαία τα εισήγαγε σε ένα σύστημα προτεκτοράτου, σύμφωνα με το οποίο όλες οι πολιτικές και οικονομικές εξουσίες συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο Βρετανού τοποτηρητή. Συγκεκριμένα, το 1873 η Μεγάλη Βρετανία επέβαλε τοποτηρητές στους σουλτάνους του Περάκ, του Σελανγκόρ και του Σουνγκάι Ουγιόνγκ, ενώ το 1888 έκανε το ίδιο στα σουλτανάτα του Παχάνγκ και του Νεγκρί Σεμπιλάν. Έτσι το 1895 συστήθηκαν τα Ομοσπονδιακά Μαλαϊκά Κράτη, που δέχονταν έναν γενικό Βρετανό τοποτηρητή των βασιλικών συμφερόντων στη χώρα, ενώ το ισχυρότερο κράτος του Tζοχόρ διατηρούσε μεγαλύτερη αυτονομία υπό τη βρετανική προστασία που του είχε επιβληθεί με συνθήκη του 1885. Το 1909, αντίθετα, καταργήθηκε το επίσημο προτεκτοράτο που είχε ιδρύσει το Σιάμ σε ορισμένα μαλαϊκά κράτη (Περλίς, Kένταχ, Kελάνταν και Tερενγκάνου). Από τη χρονολογία εκείνη τα κράτη αυτά δέχτηκαν την εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία και μαζί με το κράτος του Tζοχόρ αποτέλεσαν τα μη-Ομοσπονδιακά Μαλαϊκά Κράτη. Αυτή η τριπλή μορφή συνταγματικής οργάνωσης (Διοίκηση των Στενών υπό άμεσο έλεγχο, Ομοσπονδιακά Mαλαϊκά Κράτη σε στενή σχέση εξάρτησης με τη Μεγάλη Βρετανία και μη-Ομοσπονδιακά Κράτη συνδεδεμένα μεταξύ τους με πιο χαλαρούς δεσμούς) αποτέλεσε το όργανο της βρετανικής κυριαρχίας στη Μ. έως το 1942, όταν η ισορροπία που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στη βρετανική κυριαρχία και στις τοπικές δυνάμεις διακόπηκε από την ιαπωνική εισβολή που, μέσα σε λίγες εβδομάδες, σάρωσε τη χερσόνησο και έφτασε έως το οχυρό της Σιγκαπούρης, το οποίο κατέρρευσε χωρίς να προβάλει σχεδόν καμία αντίσταση. Στη διάρκεια της κατοχής, που διήρκεσε από το 1942 έως το 1945, οι Ιάπωνες προσπάθησαν να δημιουργήσουν στενούς δεσμούς συνεργασίας με την ιθύνουσα τάξη της Μ., ενώ αντίθετα επιτέθηκαν σκληρά στην κινεζική κοινότητα, που διεξήγαγε έναν μακροχρόνιο ανταρτοπόλεμο κατά των ιαπωνικών αρχών, σε συνεργασία με τη βρετανική στρατιωτική διοίκηση.
Η δημιουργία του σύγχρονου κράτους. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου 1945, τα βρετανικά στρατεύματα επέστρεψαν στη Σιγκαπούρη. Η χώρα οργανώθηκε αρχικά και πάλι σε μια μαλαϊκή Ένωση με ισχυρό συγκεντρωτισμό. Λίγο αργότερα, όμως, οι σουλτάνοι ανέκτησαν μέρος της εξουσίας τους και το Πενάνγκ και η Μαλάκα έγιναν αυτόνομα κράτη. Όλα τα κράτη μαζί αποτέλεσαν το 1948 τη Mαλαϊκή Ομοσπονδία. Η Σιγκαπούρη αντίθετα είχε καταστεί τον Μάρτιο του 1946 χωριστή βρετανική αποικία. Η κινεζική κοινότητα δεν δέχτηκε ωστόσο χωρίς αγώνες την προνομιούχο θέση της μαλαϊκής άρχουσας τάξης. Από το 1948 και μετά η Μ. επλήγη από έναν μακροχρόνιο και αιματηρό πόλεμο. Ο ανταρτοπόλεμος αυτός δεν είχε σταματήσει εντελώς το 1957, όταν η χώρα εξασφάλισε την ανεξαρτησία της στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ανεξαρτησία όμως που παραχωρήθηκε στη Μ. το 1957 άφηνε άλυτο το πρόβλημα της Σιγκαπούρης. Η κατάσταση αυτή υποχρέωσε τις βρετανικές αρχές να κάνουν παραχωρήσεις στις πολιτικές δυνάμεις της Σιγκαπούρης (1959), εγκαινιάζοντας ένα καθεστώς αυτονομίας που δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στην πλήρη ανεξαρτησία της.
Το σχέδιο για τον σχηματισμό μιας Μεγάλης Μ., που θα προέκυπτε από τη συνένωση όλων των εδαφών που υπήρξαν βρετανικές αποικίες στη νοτιοανατολική Ασία, προωθήθηκε για πρώτη φορά από τον πρωθυπουργό Aμπντούλ Pαχμάν το 1961, ίσως έπειτα από πρόταση των ίδιων των βρετανικών αρχών. Οι διαπραγματεύσεις για τη σύσταση του νέου αυτού κράτους ήταν ωστόσο μακροχρόνιες και δύσκολες, και αυτό κυρίως εξαιτίας της δυσπιστίας της μαλαϊκής αριστοκρατίας απέναντι στον δυναμισμό της κινεζικής κοινότητας της Σιγκαπούρης, καθώς και εξαιτίας της απαίτησης τόσο της Ινδονησίας όσο και των Φιλιππίνων να μην περιληφθούν τα βρετανικά εδάφη της Βόρνεο στην ομοσπονδία που είχε σχεδιαστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν απαραίτητο, για να μην αποτελέσουν την πλειονότητα του νέου κράτους Κινέζοι που θα κατέληγαν –αργά ή γρήγορα– να ανατρέψουν το καθεστώς εγγυήσεων στη μαλαϊκή κοινότητα και στους αρχηγούς της, το οποίο είχε εγκαθιδρυθεί το 1957. Παρά τις δυσκολίες αυτές, και ενώπιον των γενικών στρατηγικών απαιτήσεων του δυτικού κόσμου στη νοτιοανατολική Ασία, η Ομοσπονδία της Μ. (Μεγάλη Μ.) συστάθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1963 με βάση νομικές λύσεις αρκετά περίπλοκες, και περιλάμβανε τα έντεκα κράτη της Ομοσπονδίας της Μ.
Το νέο κράτος αντιμετώπισε αμέσως δυσκολίες τόσο στον διεθνή χώρο όσο και στο εσωτερικό. Στην αρχή, φάνηκαν να υπερισχύουν οι εξωτερικές δυσχέρειες. Η Ινδονησία άρχισε βίαιη εκστρατεία αμφισβήτησης του νέου κράτους με διπλωματικό σαμποτάζ, με διάφορες μορφές οικονομικού αποκλεισμού και κυρίως με την υποκίνηση ανταρτοπολέμου στο έδαφος της Σαμπάχ και της Σαραουάκ, με Ινδονήσιους παραστρατιωτικούς εκπαιδευμένους ειδικά για τον σκοπό αυτό, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι οι δολιοφθορές αυτές παρεμβάλλονταν σε ένα διεθνές παιχνίδι που δεν τις ευνοούσε, αν λάβει κανείς υπόψη την αντίθεση της Ουάσινγκτον (αλλά και της Μόσχας) προς τον ηγέτη της Ινδονησίας Σουκάρνο, και σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία στο εσωτερικό της ίδιας της Ινδονησίας.
Η διεθνής απειλή ήταν ωστόσο μόνο ένα στοιχείο των δυσχερειών που συνάντησε η Μ. Σοβαρότερη ήταν πάντα η ένταση ανάμεσα στις κοινότητες. Το 1965 ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Τριπλή Συμμαχία, με τριεθνές μέτωπο (Mαλαίοι, Κινέζοι και Ινδονήσιοι) υπό τον Aμπντούλ Pαχμάν και το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης, υπό τον Λι Kουάν Γιέου, που είχε τον έλεγχο του εκλογικού σώματος της Σιγκαπούρης, οδήγησε στην αποσκίρτηση της τελευταίας από την ομοσπονδία, στις 9 Αυγούστου, έπειτα από αμοιβαία συμφωνία.
Το 1969, αμέσως μετά τις γενικές εκλογές, ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Kουάλα Λουμπούρ σοβαρά φυλετικά επεισόδια, που υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αναστείλει προσωρινά τις πολιτικές εγγυήσεις. Αργότερα, η κατάσταση αποκαταστάθηκε βαθμιαία και στις 24 Αυγούστου 1974 οι εκλογές έδωσαν τη νίκη σε ένα ευρύ διαφυλετικό μέτωπο. Η χώρα αντιμετώπισε σοβαρή εσωτερική κρίση στο διάστημα 1976-78, όταν αντάρτες του εκτός νόμου Κομουνιστικού Κόμματος της Μ. επιτέθηκαν από τη νότια Ταϊλάνδη. Η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών οδήγησε στον έλεγχο των ανταρτών. Το 1976, πέθανε ο Tουν Aμπντούλ Pαζάκ και τον διαδέχθηκε στη θέση του πρωθυπουργού ο Nτάτο Xουσεΐν μπιν Oν. Οι εκλογές του 1978 εδραίωσαν τη δύναμη του Εθνικού Μετώπου, που είχε ιδρύσει ο Tουν Aμπντούλ Pαζάκ το 1970. Την ίδια περίοδο, η άρνηση της κυβέρνησης να επιτρέψει την ίδρυση κινεζικού πανεπιστημίου προκάλεσε αντιδράσεις με διαδηλώσεις και συγκρούσεις.
Οι τελευταίες δεκαετίες. Μετά την παραίτηση του Χουσεΐν μπιν Ον το 1981, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο στενός του συνεργάτης δρ. Μοχατίρ μπιν Μοχάμαντ. Η ένταση μεταξύ Mαλαίων και Κινέζων σταδιακά έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και το 1987 δεκάδες πολιτικοί φυλακίστηκαν για φιλοκινεζική δραστηριότητα. Το 1989, το Κομουνιστικό Κόμμα, ύστερα από 41 χρόνια ανταρτοπολέμου, κυρίως στα σύνορα της χώρας με την Ταϊλάνδη, υπέγραψε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της επομένης, στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας εμφανίστηκαν σοβαρές αντιπαραθέσεις μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των περιοχών Σαμπάχ και Σαραουάκ. Οι πληθυσμοί των τελευταίων θεωρούσαν ότι είχαν αποκλεισθεί σε μεγάλο βαθμό από την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης της χώρας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι βουλευτικές εκλογές του 1990 διατήρησαν στην εξουσία το Εθνικό Μέτωπο. Η μακρόχρονη διένεξη μεταξύ κυβέρνησης και σουλτάνων κατέληξε σε συνταγματικές αλλαγές εις βάρος των τελευταίων, που έχασαν το δικαίωμα ασυλίας το οποίο κατείχαν έως τότε.
Στις γενικές εκλογές του Απριλίου του 1995, το κυβερνόν Εθνικό Μέτωπο ανανέωσε για άλλη μια φορά την λαϊκή εντολή, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Μοχατίρ μπιν Μοχάμαντ επανεξελέγη ομόφωνα στην ηγεσία του κόμματος του.
Το καλοκαίρι του 1997, η οικονομία της χώρας περιήλθε σε ύφεση λόγω της οικονομικής κρίσης που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλη την περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας. Η κυβέρνηση αντέδρασε, αρνούμενη οιαδήποτε ευθύνη για την κρίση και εφάρμοσε πολιτική περιστολής των δημοσίων δαπανών. Τον Σεπτέμβριο του 1998, ο Μοχατίρ εξώθησε σε παραίτηση τον Ανουάρ Ιμπραήμ, υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του και κυριότερο εσωκομματικό αντίπαλό του. Λίγο αργότερα, ο Ιμπραήμ συνελήφθη με τις κατηγορίες της ομοφυλοφιλίας και της διαφθοράς. Παρά τις διαδηλώσεις συμπαράστασης στους δρόμους της χώρας και τις διαμαρτυρίες του Ιμπραήμ ότι επρόκειτο για πολιτική συνωμοσία, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για διαφθορά και τον καταδίκασε σε εξαετή φυλάκιση. Επιπλέον, τον Αύγουστο του 2000, στην ποινή του προστέθηκαν άλλα εννέα χρόνια για το έγκλημα της σοδομίας. Στον διεθνή χώρο, η δίκη μάλλον έπληξε την αξιοπιστία της κυβέρνησης και τράβηξε την προσοχή της διεθνούς κοινότητας στην κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Μ.
Οι βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1999 επιβεβαίωσαν τη συνεχή κυριαρχία του Εθνικού Μετώπου στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ο Μοχατίρ ανακοίνωσε πως η πέμπτη κατά σειρά θητεία του θα ήταν και η τελευταία της κυβέρνησής του με πρωθυπουργό τον ίδιο. Τον Νοέμβριο του 2001, πέθανε ο μονάρχης της Μ. και σουλτάνος του κράτους Σελανγκόρ. Στο βασιλικό αξίωμα τον διαδέχθηκε ο ράτζα της Περλίς, Σιέντ Σιραχουντίν Ιμπνί αλ-Μαρχούμ Τζαμαλουλά, ο οποίος ορκίστηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.Είναι δύσκολο να γίνει λόγος για λογοτεχνία κατεξοχήν μαλαϊκή, δηλαδή για λογοτεχνία που να ανήκει αποκλειστικά στη χερσόνησο της Μαλάκα. Η ίδια η ιστορία της περιοχής, που μόλις τον 15ο αι. με το βασίλειο της Μαλάκα απέκτησε δική της οντότητα, ξεχωρίζοντας από την ιστορία των άλλων ινδονησιακών περιοχών, καθώς και ο στενότατος δεσμός με το ινδονησιακό νησί Σουμάτρα, δυσκολεύουν τον προσδιορισμό του μέρους εκείνου της λογοτεχνικής παράδοσης σε μαλαϊκή γλώσσα που μπορεί αυστηρά να αποδοθεί στη χερσόνησο.
Το μεγαλύτερο μέρος των έργων που έχουν γραφτεί στη μαλαϊκή γλώσσα δεν συνδέεται με συγγραφείς ιστορικά εξακριβωμένους, αλλά ανήκει σε μια κοινή παράδοση ανάμεσα στη Σουμάτρα και στη γειτονική χερσόνησο. Υπάρχουν σε αυτήν πολλά παραμύθια και μια σειρά από ιστορικοπολιτικά έργα διανθισμένα με πολλή φαντασία και μύθους. Από αυτά αξίζουν να αναφερθούν τα Mαλαϊκά χρονικά γραμμένα από τον Tουν Mοχάμαντ γύρω στα μέσα του 17ου αι.
Από τον ίδιο ιστορικομυθολογικό χαρακτήρα, καθώς και από την ολοφάνερη εγκωμιαστική διάθεση απέναντι στη βασιλεύουσα δυναστεία της Μαλάκα, διαπνέεται το γνωστό έργο Το στέμμα των βασιλιάδων που γράφτηκε λίγο πριν από τα μέσα του 17ου αι. Άμεσα συνδεδεμένο επίσης με το βασίλειο της Μαλάκα, αλλά ιστορικά τεκμηριωμένο, είναι και το μυθιστόρημα Xικαγιάτ Xανγκ Tουάχ, που πραγματεύεται σε μάλλον εξελιγμένη μαλαϊκή γλώσσα τις επιχειρήσεις ενός ναυάρχου και πολιτικού άντρα του βασιλείου της Μαλάκα, γύρω στα τέλη του 15ου αι. Πρωτοπόρος της λογοτεχνικής ανανέωσης θεωρείται ο Aμπντουλάχ ιμπν-Kαντίρ Mουνσί (1796-1854), που ήδη στις αρχές του 19ου αι. εισήγαγε νέα πνοή στη μαλαϊκή γλώσσα. Στο μεταξύ, ένας κύκλος συγγραφέων σχηματιζόταν από τις τάξεις των νέων που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη ή σε ορισμένες ισλαμικές χώρες. Ο Σαΐντ Σαΐν Iμπν Aχμάντ αλ-Xαντί ήταν ο πρώτος μυθιστοριογράφος που έγραψε στη μαλαϊκή γλώσσα μια σειρά από ιστορίες που είχαν ως στόχο να στηρίξουν το κύρος και την επικαιρότητα του ισλαμισμού στη σύγχρονη ζωή. Το έργο πολλών συγγραφέων στάθηκε επίμονα στα ισλαμικά συστατικά στοιχεία της μαλαϊκής πολιτιστικής δραστηριότητας, αλλά στο μεταξύ η ισχυρή κινεζική μετανάστευση έδινε νέα σφραγίδα στις πολιτιστικές δραστηριότητες της χερσονήσου, δημιουργώντας στον λογοτεχνικό χώρο μια κινεζική παράδοση σε μαλαϊκή γλώσσα. Το μαλαϊκό υπόστρωμα, μάλιστα, δημιούργησε μια σύνθεση λογοτεχνικών ειδών και μορφών που φαίνεται να προαναγγέλλει την εμφάνιση μιας πραγματικά νέας μαλαϊκής λογοτεχνίας.Η χερσόνησος της Μαλάκα διαδραμάτισε ιστορικό ρόλο στη γενική εξέλιξη της τέχνης στην ευρύτερη περιοχή, περνώντας από τη βιοτεχνία των μεγάλων μαχαιριών που βρέθηκαν στο βόρειο Περάκ, στα πέτρινα αγγεία καθώς και στα όμορφα εργαλεία, στους τετραγωνικούς πελέκεις, στα πήλινα αγγεία με εγχαράξεις που ανήκουν στην πρόσφατη νεολιθική περίοδο, της οποίας πολλαπλά ίχνη υπάρχουν κατά μήκος του ποταμού Tέμπελινγκ, στο Kεντά (Mπαλίνγκ), στο Kελάνταν (Oυλού Γκαλάς, Γκούα Tσα κλπ.) και στην Περλίς (Tενγκού Λεμπού). Στους τελευταίους αιώνες που προηγήθηκαν της χριστιανικής εποχής, ήταν εξαιρετικά διαδεδομένος ο πολιτισμός των μεγάλων νεκρικών μνημείων, των μεγαλίθων (ντόλμεν και μενίρ), ιδιαίτερα στα δυτικά (Περάκ), αλλά και στα ΒΑ (Mπερνχάλα Λίμα κοντά στην Kότα Mπαχαρού), όπου βρίσκεται το σημαντικότερο συγκρότημα από όρθιες πέτρες.
Στην πρωτοϊστορική αυτή εποχή, η ινδική παρουσία αποκαλύφθηκε ήδη από διάφορα αντικείμενα από σίδηρο. Στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, όμως, επιβλήθηκε με τη διείσδυση του ινδουισμού και του βουδισμού που ενέπνευσαν τη μαλαϊκή τέχνη. Σε αυτά περιλαμβάνονται ερείπια ναών του 5ου και 6ου αι. μ.Χ. στο Kένταχ, που θυμίζουν τις στούπα της νότιας Ινδίας, βραχμανικά αγάλματα του Βισνού από αμμόλιθο, στην κεντρική Μ., που έχουν ομοιότητες με τα πρωτοσιαμικά αγάλματα και προέρχονται από τον ινδικό νότο, όπως τα αντίστοιχα βουδιστικά αγάλματα του Aβαλοκιτεσβάρα, αγάλματα από χαλκό του όρθιου Βούδα, τύπου γκούπτα, όπως το κομματιαστό εκείνο του μουσείου Pαφλς της Σιγκαπούρης κ.ά.
Η ινδονησιακή επίδραση, που ήταν άλλωστε καθοριστική στην εξέλιξη της μαλαϊκής τέχνης, έγινε αισθητή από τον 7ο-8ο αι. μ.Χ. στα υπολείμματα του πέτρινου ναού του ποταμού Mπάτου Παχάτ στο Kένταχ, που μοιάζει με τα μαυσωλεία της Ιάβα. Υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι ναοί-τάφοι στη Μαλαϊκή χερσόνησο, αλλά έχουν υποστεί πολλές καταστροφές. Η σφραγίδα της Ιάβα, μαζί με επιρροές της τέχνης πάλα της Ινδίας, διακρίνεται επίσης καθαρά στα δύο χάλκινα γλυπτά του Aβαλοκιτεσβάρα, που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο της Mπανγκόκ (8ος-9ος αι.) και άλλα γλυπτά του ίδιου ύφους. Παρά την έντονη επίδραση των διαδοχικών κυμάτων του αραβοϊσλαμικού πολιτισμού και, από τις αρχές του 16ου αι., του ευρωπαϊκού, που τείνουν να εκφυλίσουν τα χαρακτηριστικά της μαλαϊκής τέχνης, το παλιό ινδονησιακο-μαλαϊκό υπόβαθρο είχε την τάση να υποδηλώνει την παρουσία του στις δευτερεύουσες μορφές έκφρασης. Αυτό φανερώνεται έως και τη σύγχρονη εποχή από τη βιοτεχνία και ιδιαίτερα τα περίτεχνα σκαλίσματα των επίπλων, των βασιλικών θρόνων, των κουτιών από μπαμπού, καθώς και τα ωραιότατα όπλα, ανάμεσα στα οποία κυριαρχεί το χαρακτηριστικό μαλαϊκό κρις. Η μόνη κινεζική επιρροή αφορά την κεραμική.
Η ευρωπαϊκή τέχνη έχει αφήσει μερικά από τα ίχνη της στη Μαλάκα, στα ερείπια της βασιλικής της Ευαγγελίστριας, που χτίστηκε από τους Πορτογάλους το 1520, στο δημαρχείο, καθώς και στον πύργο με τις καμπάνες (της ολλανδικής περιόδου). Περισσότερα ίχνη της υπάρχουν στη Σιγκαπούρη, στο γοτθικό καθεδρικό ναό του Αγίου Ανδρέα, στα βικτοριανά κτίρια και στα κτίρια του πανεπιστημίου. Αυτό που ο καθένας μπορεί να δει στη Μ. σήμερα είναι μάλλον μια τέχνη πηγαία, πλούσια σε χρωματική εκφραστικότητα με εφαρμογές στην καθημερινή ζωή. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που επιδιώκουν να γίνουν γνωστοί πέρα από τα σύνορα της χώρας. από αυτούς αξίζουν ιδιαίτερης μνείας οι: Tσέαν Σεκ, K.K. Λάου, Λάι Λουνγκ Σανγκ, Λου φοχ Σανγκ, Λογνκ Tιεν Σιχ και Kοκ Γέου Πουάχ.Το φυλετικό μωσαϊκό. Στη Μ. συνυπάρχουν τρεις μεγάλες ασιατικές φυλές: οι Mαλαίοι, οι Κινέζοι και οι Ινδοί ή, πιο συγκεκριμένα, η ινδική μειοψηφία που, τόσο στη Μ. όσο και σε άλλες χώρες όπου έχει μεταναστεύσει, αποτελεί έναν ιδιαίτερο κόσμο που δεν έχει αφομοιωθεί από το περιβάλλον που τον φιλοξενεί.
Αντίθετα, έξω από τα κατοικημένα κέντρα ζουν οι αρχαίοι πληθυσμοί των δασών, οι Σεμάνγκ και οι Σενόι, που ο αριθμός τους μειώνεται προοδευτικά. Οι Σεμάνγκ διακρίνονται εύκολα από το μικρό τους ανάστημα, από το πολύ σκούρο χρώμα του δέρματός τους, από τα σγουρά μαλλιά τους και από ορισμένα έντονα νεγροειδή χαρακτηριστικά. Είναι νομάδες και περισσότερο και από τη γεωργία ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Ζουν στο κεντρικό και βόρειο μέρος της χώρας. Η σπουδαιότερη ομάδα του πληθυσμού είναι η ομάδα των Σενόι ή Σακάι. Ψηλότεροι από τους Σεμάνγκ, οι Σενόι έχουν κυματιστά μαλλιά και δέρμα πιο χλωμό. Οι Σενόι χωρίζονται σε δύο κύριες ομάδες, τους Tεμιάρ ή βόρειους Σενόι και τους Σεμάι ή νότιους Σενόι.
Συνήθως, οι πληθυσμοί Σεμάνγκ ζουν σε μικρές κοινότητες που απαρτίζονται από έναν ορισμένο αριθμό οικογενειών, καθεμία από τις οποίες έχει το δικό της μικρό άσυλο. Οι Σενόι των κεντρικών βουνών, που ασχολούνται με τη γεωργία, έχουν αντίθετα άλλου είδους κατοικίες. Τα σπίτια τους είναι πιο γερά από των Σεμάνγκ και οι οικογένειες που συγγενεύουν μεταξύ τους ζουν σε κοινόβιο, σε ένα παραλληλεπίπεδο σπίτι. Αξίζει να αναφερθούν επίσης οι Nταγιάκοι που ζουν στο εσωτερικό της Σαραουάκ. Είναι ψηλοί και ζωγραφίζουν ολόκληρο το σώμα τους, φροντίζοντας ωστόσο να είναι τα σχέδιά τους σε περιττό αριθμό ώστε να κρατούν μακριά τους τα κακά πνεύματα. Ζουν κατά φυλές, με αυστηρά πατριαρχική δομή. Πιστεύουν σε έναν ισχυρό θεό που είναι επικεφαλής μιας πολυάριθμης Αυλής από θεότητες και πνεύματα, τα μυστήρια των οποίων είναι γνωστά μόνο στους μάγους και στις προφήτισσες-μάγισσες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την ποικιλία της παρουσιάζει η λαογραφία των Nταγιάκων: η μουσική, οι γιορτές και κυρίως οι χοροί, από τους οποίους αξίζει να σημειωθούν ο πένθιμος χορός, που εκτελείται από έναν ηλικιωμένο γύρω από το δέντρο που από το ξύλο του θα φτιαχτεί το φέρετρο, ο ομαδικός αντρικός χορός, που εκτελείται γύρω από έναν κύκλο από σπαθιά στο έδαφος ή τέλος ο χορός ενός μόνο άντρα που κρατά ασπίδα και σπάθα. Σε όλους τους χορούς τους, οι Nταγιάκοι χρησιμοποιούν προσωπεία που δεν έχουν ρεαλιστικά χαρακτηριστικά.Θρησκεία των Mαλαίων είναι ο ισλαμισμός, που διαδόθηκε στη χερσόνησο κατά τον 13ο-14ο αι. Όμως η πίστη τους δεν είναι τόσο αυστηρή όσο στις αραβικές χώρες. Εκτός από τον ισλαμισμό, είναι επίσης διαδεδομένος ο βουδισμός, καθώς και ο ινδουισμός. Στην Tζόρτζταουν υπάρχει ένας κινεζικός ναός όπου ακόμα και οι Mαλαίοι σπεύδουν να συγκεντρωθούν τις ημέρες γιορτής: είναι ο ναός των φιδιών. Στο εσωτερικό του, δεκάδες έχιδνες και κόμπρες ζουν πάνω σε δέντρα-νάνους και τρέφονται με αβγά και υπνωτικά, από ειδικούς ιερείς. Οι πιστοί προσφέρουν σε αυτούς τους ιερείς ραβδάκια λιβανιού που, καθώς καίγονται, μεταφέρουν τις προσευχές τους στον ουρανό.
Για τους Ινδούς της Μ., μια από τις πιο εντυπωσιακές τελετές είναι το Tάι Πουσάμ, που γίνεται στις σπηλιές του Mπατού. Χιλιάδες πιστοί πηγαίνουν στα σπήλαια του βουνού Mπατού, που σύμφωνα με την ινδουιστική θρησκεία είναι ιερά και, πριν εισέλθουν, λούζονται στον ποταμό που ρέει μπροστά από το βουνό. Έπειτα, μερικοί πιστοί, σχεδόν επαγγελματίες των φανατικών αυτών εκδηλώσεων, ανεβαίνουν σε ένα φορείο-κουβούκλιο, στη βάση του οποίου υπάρχουν εκατοντάδες μεταλλικά βέλη. Το κουβούκλιο αυτό αντιπροσωπεύει το θρόνο του Σουμπραμάντα, απεσταλμένου του θεού Σίβα για να νικήσει τους δαίμονες του κόσμου. Η νίκη του πραγματοποιείται όταν, κατά την πανσέληνο μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, το αστέρι Πουσάμ του αστερισμού του Καρκίνου συναντάται με τη Σελήνη. Ο επαγγελματίας φακίρης, με αιχμηρές βελόνες καρφωμένες στα περισσότερα μέρη του σώματός του, αρχίζει τη διαδρομή του προς τον ναό όπου θα πραγματοποιήσει το τάμα, που συνήθως κάποιος άλλος το έχει κάνει και ο οποίος τον πληρώνει για τις υπηρεσίες του.
Πλήθος ινδουϊστών στην είσοδο του ναού-σπηλαίου του Μπατού με την ευκαιρία του Τάι Πουσάμ, της κυριότερης ινδουϊστικής γιορτής της Μαλαισίας.
Πιστοί, στο μεγάλο Εθνικό Τέμενος της Κουάλα Λουμπούρ. Η Μαλαισία είναι για πολλούς λόγους ένα τεχνητό δημιούργημα, γέννημα μιας πολιτικής θέλησης παρά προϊόν αληθινής εθνικής συνείδησης.
Η είσοδος του μουσείου της Κουάλα Λουμπούρ.
Ζωγραφική των Νταγιάκων.
Η παραγωγή καουτσούκ είναι σημαντική στις μεγάλες φυτείες εβέας, που οι κυβερνητικές αρχές προσπάθησαν να βελτιώσουν, από την άποψη τόσο της ποιότητας όσο και της απόδοσης, για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό που δημιουργεί σήμερα το συνθετικό κόμμι.
Η παραγωγή καουτσούκ είναι σημαντική στις μεγάλες φυτείες εβέας, που οι κυβερνητικές αρχές προσπάθησαν να βελτιώσουν, από την άποψη τόσο της ποιότητας όσο και της απόδοσης, για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό που δημιουργεί σήμερα το συνθετικό κόμμι.
Ένα μικρό ψαράδικο χωριό.
Μια άποψη των κεντρικών συνοικιών της Κούαλα Λουμπούρμ ομοσπονδιακής πρωτεύουσας της Μαλαισίας.
Άποψη της Τζοχόρ Μπαρού, πρωτεύουσας του ομώνυμου κράτους, από τα 13 που αποτελούν την ομοσπονδία της Μαλαισίας.
Ανθρώπινος τύπος της Δυτικής Μαλαισίας.
Χωριό στη δυτική Μαλαισί.
Ορυζώνας στο Σαμπάχ.
Γυναίκες της Μαλαισίας διάφορων ηλικιών.
Φωτογραφία του κόλπου του Μπρούνεϊ στη Μαλαισία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδία της Μεγάλης Μαλαισίας Έκταση: 329.758 τ. χλμ. Πληθυσμός: 23.274.690 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Κουάλα Λουμπούρ (1.297.526 κάτ το 2000)
Dictionary of Greek. 2013.